καζουάριος

καζουάριος
(Casuarius casuarius). Πτηνό δρομέας της μικρής οικογένειας των καζουαριιδών, της οποίας είναι o σημαντικότερος εκπρόσωπος. O κ. φθάνει σε μήκος τα 1,75 μ., ενώ τα θηλυκά άτομα είναι γενικά μεγαλύτερα και με πιο έντονους χρωματισμούς. Το φτέρωμά του αποτελείται από φτερά που πέφτουν εύκολα και έχει την όψη τριχωτού δέρματος· τα πιο ανεπτυγμένα φτερά μεταβάλλονται σιγά-σιγά σε κερατοειδή στελέχη, που κρέμονται στα πλευρά του. Στο κεφάλι ορθώνεται μια ογκώδης οστεώδης προεξοχή, επενδεδυμένη με κερατίνη ουσία· ο λαιμός και το κεφάλι είναι γυμνά, αλλά φέρουν σαρκώδεις πτυχές και ζωηρούς χρωματισμούς· το ράμφος του, κάπως τοξοειδές, είναι συμπιεσμένο στα πλάγια, αλλά γερό. Τα ισχυρά και χοντρά πόδια του καταλήγουν σε τρία δάχτυλα με νύχια. Όπως οι στρουθοκάμηλοι και τα ναντού, έτσι και ο κ. και τα λίγα συγγενικά με αυτόν είδη, δεν έχουν τρόπιδα, δηλαδή το οστέινο εκείνο έλασμα που προεξέχει στο στέρνο των πτηνών εκείνων τα οποία είναι ικανά να πετούν. Ανάλογα με τα φτερά είναι περιορισμένη και η ουρά. Ο κ. ζει μόνος του κυρίως στα βορειοανατολικά δάση της Αυστραλίας και σε μερικές περιοχές της Νέας Γουινέας. Τα θηλυκά αποθέτουν σε κοιλώματα του εδάφους 3-6 αβγά και τα σκεπάζουν με φύλλα· στην επώαση, που διαρκεί περίπου δύο μήνες, συμμετέχει και το αρσενικό. Ο καζουάριος, πουλί δρομέας της βορειοανατολικής Αυστραλίας και της Νέας Γουινέας, μπορεί να φτάσει σε ύψος το 1,5 μέτρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καζουαριίδες — (casuariidae). Οικογένεια πτηνών της τάξης των καζουαριομόρφων, η οποία περιλαμβάνει το γένος καζουάριος. Βλ. λ. καζουάριος …   Dictionary of Greek

  • κασουάριος — Πτηνό δρομέας της οικογένειας των καζουαριδών. Βλ. λ. καζουάριος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”